- μεγαλο(ρ)ρήμων
- μεγαλο(ρ)ρήμων, ονος (s. two prec. entries; Philostrat., Vi. Apoll. 6, 11 p. 222, 21) boastful γλῶσσα (Ps 11:4; 3 Macc 6:4; Jos., Ant. 20, 90 v.l.) 1 Cl 15:5.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek